- ἀτενίζοντας
- ἀτενίζωlook intentlypres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βασκαίνω — ανα, άθηκα, βασκαμένος, ματιάζω, προκαλώ κακό σε κάποιον ατενίζοντάς τον με φθόνο ή ζήλια: Με ζηλεύει τόσο πολύ που με βάσκανε με το κακό του μάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)